- σαββατογεννημένος
- η , ο удачливый, везучий (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαββατογεννημένος — η, ο, Ν αυτός που γεννήθηκε κατά την ημέρα τού Σαββάτου και ο οποίος, κατά τη λαϊκή παράδοση, έχει την εύνοια τής τύχης και την ικανότητα να επικοινωνεί με αόρατες δυνάμεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατο + γεννημένος] … Dictionary of Greek
σαββατογεννημένος — η, ο 1. αυτός που γεννήθηκε μέρα Σάββατο. 2. πολύ τυχερός. 3. αυτός που έχει την ικανότητα να βλέπει αόρατες δυνάμεις και φαντάσματα, ο αλαφροΐσκιωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)